- γναφιάς
- οβλ. γναφέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού … Dictionary of Greek